λιποβλέφαρος

Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 51] von den Augenlidern, Augen verlassen, blind, κύκλος, Nonn. par. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποβλέφᾰρος: -ον, ἄνευ βλεφάρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 1.

Greek Monolingual

λιποβλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα
2. ο αόμματος, ο τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].