αόμματος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀόμματος, -ον) όμμα
αυτός που δεν έχει ικανότητα όρασης, τυφλός.
Translations
eyeless
Eastern Mari: шинчадыме; French: sans yeux; German: augenlos, ohne Augen; Greek: αόμματος; Ancient Greek: ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, ὀμματοστερής; Icelandic: augnalaus, sjónlaus; Komi-Permyak: синтӧм; Polish: bezoki; Russian: слепой, незрячий, безглазый, ничего не видящий; Turkish: gözsüz