λοξοβλεπτώ
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)
βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ-βλεπτώ, οξυ-βλεπτώ].