κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
λωβηρός, -ά, -όν (Α)βλαβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ανθ-ηρός, λυπ-ηρός)].