λιμνομετρία

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
η μέτρηση τών περιοδικών μεταβολών της στάθμης του ύδατος τών λιμνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -μετρία (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. γεω-μετρία, τριγωνο-μετρία].