ἡμίζωος

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 1168] = ἡμίζως, ων, halb lebend, Hdn. Epimer. p. 239.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίζωος: -ον, (ζωὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, «μισοζώντανος», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμίζωος, -ον (Α)
μισοζωντανός, μόλις ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί-ζωος, πολύ-ζωος].