ἰσχιοίδης
From LSJ
Full diacritics: ἰσχῐοίδης | Medium diacritics: ἰσχιοίδης | Low diacritics: ισχιοίδης | Capitals: ΙΣΧΙΟΙΔΗΣ |
Transliteration A: ischioídēs | Transliteration B: ischioidēs | Transliteration C: ischioidis | Beta Code: i)sxioi/dhs |
(οἰδέω) · ὁ μεγάλα ἰσχία ἔχων, Com.Adesp. 1022.
ἰσχιοίδης, -ες (Α)
αυτός που έχει μεγάλα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι»), πρβλ. γαστρο-οίδης, ωμ-οίδης].