ζυθοπότης
From LSJ
ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος
1. αυτός που πίνει ζύθο
2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης, χασισο-πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].