χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος
1. αυτός που πίνει ζύθο
2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινοπότης, χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].