θαλαμωτός
From LSJ
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής
2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, ραβδ-ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].