θαλαμωτός

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής
2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, ραβδ-ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].