θαλαμωτός

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής
2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδωτός, ραβδωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].