ισοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο-κέφαλος, ορθο-κέφαλος.