νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, υλο-τόμος.