κολόχειρ
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Full diacritics: κολόχειρ | Medium diacritics: κολόχειρ | Low diacritics: κολόχειρ | Capitals: ΚΟΛΟΧΕΙΡ |
Transliteration A: kolócheir | Transliteration B: kolocheir | Transliteration C: kolocheir | Beta Code: kolo/xeir |
ὁ, ἡ, A maimed in the hand, Hsch.
κολόχειρ: ὁ, ἡ, = κολοβόχειρ, Ἡσύχ.
κολόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό-χειρ, μονό-χειρ].