ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
οαυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, ορειβάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. αλογο-λάτης, ζευγο-λάτης].