κανονιοφόρος
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
η
1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα
2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» — η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος, αντί του αναμενομένου κανον-ο-φόρος (βλ. λ. κανονιοβολώ) < κανόνι(Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ολμο-φόρος, σκευο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].