λινυφάντης

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-υφάντης, ταπιδ-υφάντης].