μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
κρηνήϊος, -ον (Α)κρηναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. ποταμ-ήιος, ποιμν-ήιος)].