κρηνήιος Search Google

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

κρηνήϊος, -ον (Α)
κρηναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. ποταμήιος, ποιμνήιος)].