ξυλοτρώκτης
From LSJ
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
English (LSJ)
ου, ὁ, A eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. τερηδών.
Greek Monolingual
ξυλοτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» — σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο-τρώκτης.