βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
ο1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος2. ως κύριο όν. Νυχτοκόποςο πλανήτης Δίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνο-κόπος.