Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
ο
1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος
2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος
ο πλανήτης Δίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνοκόπος.