σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
-η, -ο, Ν(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο-πρόσωπος.