εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Full diacritics: παρακοιμιστής | Medium diacritics: παρακοιμιστής | Low diacritics: παρακοιμιστής | Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: parakoimistḗs | Transliteration B: parakoimistēs | Transliteration C: parakoimistis | Beta Code: parakoimisth/s |
οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.
ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.