κώμακον
From LSJ
English (LSJ)
τό, an aromatic plant, perh. A spice-nutmeg, Thphr.HP9.7.2 (but acc. to Plin.HN12.135, 13.18 a kind of cinnamon); also a fruit, Thphr.l.c.
German (Pape)
[Seite 1544] τό, ein Gewürz, vielleicht die Muskatnuß, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κώμακον: τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
Greek Monolingual
κώμακον, τὸ (Α)
1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός του φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο
2. είδος φρούτου.