επιβεβαίωση

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιβεβαίωσις) επιβεβαιώνω
βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις
νεοελλ.
απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση της ενοχής του»)
αρχ.
εγγύηση, ασφάλεια.