επιβεβαίωση
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβεβαίωσις) επιβεβαιώνω
βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις
νεοελλ.
απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση της ενοχής του»)
αρχ.
εγγύηση, ασφάλεια.
η (AM ἐπιβεβαίωσις) επιβεβαιώνω
βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις
νεοελλ.
απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση της ενοχής του»)
αρχ.
εγγύηση, ασφάλεια.