φιλοφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 16:08, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφόρμιγξ Medium diacritics: φιλοφόρμιγξ Low diacritics: φιλοφόρμιγξ Capitals: ΦΙΛΟΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: philophórminx Transliteration B: philophorminx Transliteration C: filoformigks Beta Code: filofo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, loving, i. e. accompanying, the lyre, of song, A.Supp.697 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1288] ιγγος, die Leier liebend, sie gewöhnlich begleitend, φήμα, Aesch. Suppl. 678.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφόρμιγξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν φόρμιγγα, δηλ. συνοδεύων αὐτήν, ἐκ στομάτων φερέσθω φάμα φ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 696.

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φόρμιγξ, -ιγγος (πρβλ. ἀναξι-φόρμιγξ, χρυσο-φόρμιγξ)].

Russian (Dvoretsky)

φιλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сочетающийся с игрой на форминге, сопутствующий форминге (φάμα Aesch.).