συνόρασις

From LSJ
Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 1031] ἡ, Übersicht, Einsicht, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α [συνορῶ (Ι)]
το να βλέπει κανείς συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα.