γιγγρασμός
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
ὁ, A the tone of the γίγγρας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγρασμός: ὁ , ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
ἦχος Hsch.