τσίχλα

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία αρκετών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους turdus της οικογένειας turdidae ή muscicapidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίχλη με τσιτακισμό].
(II)
η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) βλ. τσίκλα.