πᾳ
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
English (LSJ)
Doric for πῃ, anywhere, anyhow, Ar. Lys. 155.
English (Slater)
πᾳ
1 somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) (O. 3.38) [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) (I. 6.59) ] [οὔ πα φυκτόν (v. l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) (P. 12.30) ]