χρυσώροφος
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
v. χρυσόροφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσόροφος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσώροφος: Plat. v. l. = χρυσόροφος.