ἀγρώτης

Revision as of 16:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 rustique;
2 sauvage.
Étymologie: ἀγρός.

Spanish (DGE)

-ου del campo, salvaje St.Byz.s.u. ἀγρός.

Greek Monotonic

ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης· ως επίθ., άγριος, σε Ευρ.· αγροτικός, χωριάτικος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώτης:
I ου ὁ поселянин (Theocr. - v. l. ἀροτρεύς).
II ου adj. полевой, степной, дикий (θῆρες Eur.).

Middle Liddell

= ἀγρότης
adj., wild, Eur.: rustic, Anth.