χωριάτικος

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν χωριάτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι»)
2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα»)
3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο ψωμί»)
4. μτφ. βάναυσος, άξεστος, ανάγωγος («χωριάτικη συμπεριφορά»).
επίρρ...
χωριάτικα Ν
με χωριατιά, με απρέπεια, με αγένεια.