θυάς
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
άδος, ἡ, (θύω) A = θυιάς (q. v.). II attack, πλευρωνίας Mich. in PN30.20. III θύας· πηδήσας, Hsch.; cf. θύασσε· ἐπήδησε, Cyr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
c. θυιάς.
Greek Monolingual
θυάς και ορθή γρφ. θυιάς, -άδος, ή (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
βλ. θυιάς.
Russian (Dvoretsky)
θυάς: άδος ἡ Plut. = θυιάς I.