τρυχόομαι

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek (Liddell-Scott)

τρῡχόομαι: Παθ., κατατρύχομαι, ἐξαντλοῦμαι, καταπονοῦμαι, οἶκος τρυχοῦται Μίμνερμ. 2. 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ. τετρυχωμένος (ἴδε τρύω) Θουκ. 4. 60, Ἱππ. 613, 3, Πλάτ. Νόμ. 807Β, κλπ.· τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Θουκ. 7. 28· ὑπὸ τῶν πολέμων Πολύβ. 1. 11, 2· ὡσαύτως, τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, δηλ. ὑπὸ νόσου, Ἱππ. 592, 34. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐνεργ. μνημονεύεται τὸ ἀπαρ. τρυχοῦν ἐν Γαλην. Γλωσσ. Ἐξηγ. 580, ἴδε τρυχνόω· καὶ ἀόρ. (ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡρῳδιανῷ 3, 2, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἐκτρυχόω.

Greek Monotonic

τρῡχόομαι: Παθ., καταστρέφομαι από τη χρήση, καταπονούμαι, μτχ. παρακ. τετρυχωμένος, σε Θουκ.

Middle Liddell


to be worn out, perf. part. τετρυχωμένος Thuc.