ηοίος

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)
1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» — το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.
β. «προς τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», Ηρόδ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἠοίη
α) (ενν. ὥρα) το πρωί («πᾱσαν ἠοίην», Ομ. Οδ.)
β) φρ. «προς ἠοίην» (ενν. γῆν)
προς ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙE auso-s «ροδαυγή» (πρβλ. έως ΙΙ, ηώς) + επίθημα -ιος].