πορτοφόλι

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

ο, Ν
μικρή θήκη από δέρμα ή άλλο υλικό για να τοποθετούνται μέσα κυρίως χρήματα, αλλά και ταυτότητες και μικρά σημειωματάρια ή ημερολόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. porta-fogli < porto «φέρω» + fogli «φύλλο»].