ὀστράκιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄστρακον, Arist.HA594a11, Str. 17.3.11, Sch.D.T.p.196 H. 2 shell-fish, Str.17.2.4.
German (Pape)
[Seite 400] τό, dim. von ὄστρακον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄστρακον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 2, Στράβ. 823, Α. Β. 794.
Russian (Dvoretsky)
ὀστράκιον: (ᾰ) τό ракушка Arst.