Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
η / ὠμοπλάτη, ΝΜΑ
ανατ. καθένα από τα πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται κάτω από τους ώμους στην οπίσθια επιφάνεια του θώρακα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το μέρος της ράχης κάτω από τον ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πλάτη.