οφικιάλιος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα
νεοελλ.
(γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officialis (< officium «υπηρεσία»)].