Συμπληγάδες

From LSJ
Revision as of 13:04, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, -άδος Α
(με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο ένας τον άλλον και άλλοτε απομακρύνονταν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανένα πλοίο να περάσει χωρίς να συντριβεί («αἱ Κυάνεαι, ἅσπερ Συμπληγάδας καλοῦσι πέτρας τινές, τραχὺν ποιοῡσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῡ στόματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ή κίνδυνοι («πέρασε μέσα από συμπληγάδες πέτρες αλλά τελικά πραγματοποίησε τον σκοπό του»)
αρχ.
(στον εν.) συμπλοκή, σύρραξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < συν- + πληγάς, -άδος (< πληγή + επίθημα -άς)].