ουδαμού

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

(Α οὐδαμοῡ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῡ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμ-ού)].