ρυσίπολις

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, -εως, ὁ, ἡ, Α
(συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς αλλά και του Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας της πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -πόλις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. ταραξί-πολις].