ενίσσω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

ἐνίσσω (Α)
παράλλ. τ. του ενίπτω
1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω
2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» — τον προσβάλλαμε, τον κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].