γαλακτοτροφία
English (LSJ)
ἡ, = γαλακτοτρόφησις (nourishment with milk), LXX 4 Ma. 16.7, Ph. 2.83, BGU 297.14 (i AD).
German (Pape)
[Seite 471] ἡ, dasselbe, Philo u. Sp.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
lactancia, amamantamiento LXX 4Ma.16.7, Ph.2.83, BGU 297.14 (I d.C.), PMich.Teb.121re.1.8.2 (I d.C.), CPGr.1.28.13 (II d.C.), fig. Isid.Pel.Ep.M.78.872A.
Greek Monolingual
η (AM γαλακτοτροφία)
η διατροφή με γάλα, η γαλουχία
νεοελλ.
το να τρέφεται κάποιος αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα και με τα παράγωγα του.