γειώρας
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ου, ὁ, A sojourner, LXXIs.14.1, Ph.1.417. 2 proselyte, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γειώρας: -ου, ὁ, ἔπηλυς, ξένος, παρεπίδημος, Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― προσήλυτος, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γιώρας LXX Is.14.1; γηόρας Iust.Phil.Dial.122.1; γηώρας Cyr.Al.M.70.365C
palabra hebr. extranjero residente en un país gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.
•identificado como prosélito ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX Ex.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX Ex.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.Is.14.1, cf. LXX l.c., Afric.Ep.Arist.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.
Greek Monolingual
γειώρας και γειώρης, ο (Α)
ο ξένος, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα].