οἰωνισμός

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνισμός Medium diacritics: οἰωνισμός Low diacritics: οιωνισμός Capitals: ΟΙΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oiōnismós Transliteration B: oiōnismos Transliteration C: oionismos Beta Code: oi)wnismo/s

English (LSJ)

ὁ, = οἰώνισμα (divination by the flight, cries of birds, omen from the flight, Salutis augurium, portent, monster), LXX Ge. 44.5, al., Plu. Num. 14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνισμός: ὁ прорицание по полету или крику вещих птиц, птицегадание, предсказывание будущего Plut.