αναφύομαι
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
(Α ἀναφύω κ. -ομαι)
μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι
αρχ.
ενεργ. Ι. (μτβ.)
1. γεννώ πάλι
2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει
3. δημιουργώ, παράγω
II. (αμτβ.)
1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω
2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι.