ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ὁμολεχής, -ές (Α)ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο-λεχής].